- οβελιστής
- ο [οβελίζω]1. γραμματικός που επισημαίνει με οβελό, με σημείο μη γνησιότητας, νόθο χωρίο αρχαίου κειμένου και επομένως αυτός που χαρακτηρίζει ως μη γνήσιο ένα χωρίο ή μια λέξη αρχαίου κειμένου2. αυτός που ψήνει σε σούβλα.
Dictionary of Greek. 2013.